Έχουμε αναλύσει σε προηγούμενες αναρτήσεις μας πόσο σημαντική είναι για την Ελλάδα η ανάπτυξη της γεωργιο-κτηνοτροφίας.
Η ανάπτυξη αυτής είναι που θα αποτελέσει τη βάση για: Α. την κάλυψη των
αναγκών του Ελληνικού λαού σε τρόφιμα ζωϊκής προελέυσεως ήτοι την
επίτευξη αυτάρκειας σε βασικά (και γιατί όχι στο σύνολο των προϊόντων
που καταναλώνει). Σας θυμίζουμε ότι σήμερα η Ελλάδα για να καλύψει το
"ψωμί" των Ελλήνων εισάγει άνω του 62% των αναγκών της σε χοιρινό κρέας,
άνω του 70% σε βόειο κρέας και άνω του 18% σε πουλερικά και μάλιστα από
χώρες όπως π.χ. η Ολλανδία, η οποία έιναι σε έκταση το 1/3 της Ελλάδας.
[για την εξασφάλιση αυτάρκειας και πως μπορεί να γίνει αυτό δείτε εδώ]
Β. την ανάπτυξη των λοιπών τομέων της Ελληνικής Οικονομίας όπως
-κάθετα- της δευτερογενούς παραγωγής (βιομηχανία, μεταποίηση, βιοτεχνία)
αλλά και οριζόντια -των λοιπών τομέων της οικονομίας- της βαρειάς
βιομηχανίας, ναυπηγείας, εμπορίου.
Απόδειξη
των ανωτέρω είναι ότι καμία χώρα της υφηλίου που έχει βαρειά βιομηχανία
και ισχυρό εμπόριο δεν υστερεί στον γεωργιο-κτηνοτροφικό τομέα, βλέπε: Η.Π.Α., Γαλλία, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία κ.α.
Η σόγια, αυτό το πανάρχαιο φυτό [για τη σόγια, τη στρατηγική της σημασία και τη δυνατότητα παραγωγής της στην Ελλάδα δείτε εδώ],
μαζί με τα λούπινα είναι τα μόνα φυτά στον κόσμο που ο καρπός τους
περιέχει πρωτεΐνες άνω του 40%. Το γεγονός αυτό τα καθιστά σημαντική
τροφή όχι μόνον ως βρώσιμη για τον άνθρωπο [δείτε εδώ πως η σόγια -όπως γράφει ο γεωπόνος Ιορδ.Δημητριάδης άπτεται του προβλήματος υποσιτισμού της πατρίδας μας] αλλά και για τα ζώα. Τα
χοιρινά, τα πουλερικά αλλά και τα βοοειδή πρέπει να φάνε φυράματα τα
οποία εμπεριέχουν σόγια και τα παραπροϊόντα της (σογιάλευρο, σογιέλαιο
κλπ) διότι αλλιώς υστερούν σε πρωτεΐνες και δεν μπορούν να αναπτυχθούν.
Άλλωστε οι άνω των 500.000 τόνων εισαγωγές σόγιας κατ' έτος στην
Ελλάδα, κυρίως από τη Βραζιλία και την Αργεντινή καταδεικνύουν το πόσο
σημαντική είναι ως πρώτη ύλη για τα εργοστάσια ζωοτροφών την Ελλάδα.
[εδώ μπορείτε να διαβάσετε για τις προσπάθειες καλλιέργειας σόγιας στην
Ελλάδα, τα θαυμαστά αποτελέσματα τους και πως το ελληνικό κράτος
τορπίλισε την όλη προσπάθεια]
***
Με την παρούσα ανάρτηση θα μελετήσουμε τα λούπινα, τα οποία όπως είπαμε ανωτέρω έχουν περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες άνω του 40% και δεδομένου
ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις (εδαφολογικές, κλιματικές, γεωγραφικές) να
καλλιεργηθούν στην Ελλάδα μας θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια σημαντική
πηγή πλούτου ως πρώτη ύλη ζωοτροφών. Θα μελετήσουμε λοιπόν τη
σπουδαιότητά τους, θα δούμε την ανθελληνική πολιτική του Υπουργείου
Γεωργίας το οποίο δεν έκανε απολύτως τίποτε για να προωθήσει τη
συστηματική καλλιέργειά τους και τις προσπάθειες άλλων χωρών
(βλ.Γερμανία) να το κάνει, προκειμένου να καρπωθεί τα μεγάλα
πλεονεκτήματα της καλλιέργειας αυτής.
Η αναφορά μας θα είναι στο πόνημα του πρώην Διευθύνοντος Συμβούλου της ΧΡΩ.ΠΕΙ. κ. Σ.Σοφιανόπουλου: "Οι "Άγνωστες" πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ελλάδας και η πολιτική τους σημασία". Στην υποενότητα "Λούπινα" διαβάζουμε (οι υπογραμμίσεις και οι επισημάνσεις με bold δικές μας):
Λούπινα
Όπως
προανεφέρθη υπάρχουν δύο φυτά μόνο που έχουν πάνω από 30% πρωτεΐνες
(βεβαίως ομιλούμε για τον καρπό). Το ένα είναι η γνωστότατη πλέον
πρωτεϊνική πρώτη ύλη που ονομάζεται σόγια με 38% σε πρωτεΐνες, και το άλλο είναι το γνωστό σε ολίγους Έλληνες και σχεδόν καθόλου στον υπόλοιπο κόσμο, το λούπινο (1), με περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες περίπου 45%.
Πρέπει ο αναγνώστης να γνωρίζει ότι το λούπινο παραμένει μία άγνωστη
πρώτη ύλη σχεδόν σε όλον τον ελληνικό πληθυσμό και αυτό διότι το
Υπουργείο Γεωργίας δεν κάνει τίποτε το ωφέλιμο για την ελληνική γεωργία (2). Πράγματι είναι λυπηρό για έναν Έλληνα να παραδέχεται την εγκληματική ανικανότητα και αβελτηρία
του Υπ. Γεωργίας—ενός από τα σημαντικότερα υπουργεία— της χώρας του,
αλλά ακόμη λυπηρότερο είναι ότι και το Υπουργείο Βιομηχανίας—το δεύτερο
νευραλγικό υπουργείο— δεν έχει να επιδείξει τίποτε καλύτερο. Άλλωστε,
όπως παρεδέχθη και ένας Γενικός Γραμματεύς του, αριστερών καταβολών, οι
μελέτες που δεν έχουν καμία δυνατότητα να επιτύχουν είναι οι μόνες που
εγκρίνονται, ενώ άλλες που μετά βεβαιότητος θα πετύχουν δεν εγκρίνονται! (3)
Το
δεύτερο φυτό του οποίου ο καρπός περιέχει πάνω από 40% πρωτεΐνες είναι
το λούπινο. Αυτό το φυτό είναι γνωστό από την αρχαιότητα και ήταν το μέσον δια το οποίου γινόταν η χλωρολίπανση
(βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο). Το λούπινο είναι ένα θαμνώδες φυτό με καρπό
που εμπεριέχεται σε κυψέλες όπως το μπιζέλι. Το φυτό αυτό υπάρχει
πρωτίστως στην Πελοπόννησο και σήμερα σε καταστήματα οικολογικά μπορεί
κάποιος να το βρει σε βάζα, το οποίο το συνιστώ, γιατί περιέχει πρωτεΐνες πάνω από 40% επί ξηρού και είναι μία υγιεινότατη τροφή.
Να σημειωθεί ότι η απόδοση του λούπινου ανά στρέμμα δεν ξεπερνάει τα 150 κιλά (4),
και αυτή είναι μια άλλη απόδειξη της ανυπαρξίας του Υπουργείου
Γεωργίας, διότι τίποτε δεν έχει κάνει για να εξευγενίσει αυτό το φυτό.
Η περιεκτικότης του σε πρωτεΐνες φτάνει το 50%, αλλά ο καρπός του
εμπεριέχει και κάτι αλκαλοειδή που τον καθιστούν μη βρώσιμο, εάν δεν
γίνει η υδατοδιάλυσις των αλκαλοειδών. Τι σημαίνει αυτό;
***
Υδατοδιάλυση των αλκαλοειδών του λουπίνου
Τοποθετούμε
ένα τσουβάλι λούπινα σε ένα ποτάμι ή ρυάκι ή σε μία μεγάλη σκάφη με
νερό, το οποίο νερό το εναλλάσσουμε και μετά από 2-3 ημέρες, που είναι
αρκετός χρόνος για να διαλυθούν τα υδατοδιαλυτά αλκαλοειδή το παίρνουμε,
το ξεραίνουμε (στον ήλιο ή σε μηχανήματα) για να μην σαπίσει, και αυτό
πλέον είναι βρώσιμο.
Επειδή
ως γνωστόν το λίπασμα είναι το μέσον δια του οποίου εμπλουτίζουμε το
χώμα, για να αναπτυχθεί το φυτό και να βγάλει καλούς καρπούς, γι αυτό
και το λούπινο, επειδή περιέχει πολλές πρωτεΐνες, το χρησιμοποιούσαν από
την αρχαιότητα ως φυσικό λίπασμα. Οι Γερμανοί προπολεμικώς είχαν
προσπαθήσει και είχαν σχεδόν επιτύχει να παραγάγουν—σε συνεργασία με το
επιστημονικό ίδρυμα Κανελλόπουλου— γλυκό λούπινο, δηλ. απηλλαγμένο των
αλκαλοειδών και είχε γίνει και η προσπάθεια να αυξηθεί η παραγωγή του
ανά στρέμμα. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ενώ το Υπουργείο Γεωργίας
έπρεπε να συνεχίσει τις προσπάθειες και να δώσει μεγάλη έμφαση στο
λούπινο, όχι μόνο το εξαφάνισε από προσώπου γης, αλλά δεν έκανε και
καμία επιστημονική προσπάθεια. Έχουν περάσει έκτοτε 50 χρόνια και τίποτα δεν έγινε.
Δεν ξέρω πού θα ήταν η πατρίδα μας σήμερα και ποιο ρόλο θα παίζαμε στον
κόσμο, εάν είχαμε επιτύχει την παραγωγή του λούπινου σε μεγάλη κλίμακα
και πρωτίστως σαν πρώτη ύλη παραγωγής και ζωοτροφών. Αυτό είναι μία άλλη απόδειξη της προδοτικής αμέλειας του Υπουργείου Γεωργίας και των ελληνικών κυβερνήσεων εν γένει.
Είναι
ακόμη καιρός το λούπινο και αντίστοιχα φυτά να πάρουν την θέση που τους
αξίζει στον ελλαδικό χώρο και να προσφέρουν αυτά τα οποία μπορούν.
Υπάρχουν και άλλες ιδιομορφίες για το θέμα του λούπινου, ότι π.χ. δεν
θέλει νιτρικά λιπάσματα και άλλα πολλά που ξεφεύγουν της παρούσης. Το
λούπινο— λόγω της μεγάλης ποσότητας πρωτεϊνών που περιέχει όταν
βγάλουμε τα αλκαλοειδή— είναι καταπληκτική τροφή για τα μονογαστρικά
αλλά και για τα μυρηκαστικά. Εννοείται, βεβαίως, ότι κάνει και για τα
κουνέλια και ό,τιδήποτε άλλο σπιτικό ζώο.
λούπινα Λακωνίας σε άλμη |
Προτρέπω τους Έλληνες καταναλωτές να γίνουν και εκείνοι χρήστες του λούπινου, να αρχίσει η διάδοση του (5).
Από την πλευρά του το ελληνικό υπουργείο Γεωργίας αλλά και η Ανωτάτη
Γεωπονική πρέπει να φτιάξει γάλα από το λούπινο, πρωτεϊνικές ίνες και
ό,τι άλλο γίνεται παγκοσμίως και για την σόγια. Θα επρότεινα να μπεί και ένα 10% στο ψωμί, που μέχρι στιγμής έχει μόλις 11% πρωτείνες όταν προέρχεται από σιτάρι ολικής αλέσεως, ενώ προσθέτοντας 20% λούπινο διπλασιάζουμε τις πρωτεΐνες και κάνεις ένα ψωμί αισθητώς πιο υγιεινό.
Πιστεύω
ότι η οποιαδήποτε νομοθετική κάλυψη που θα βοηθήσει την αξιοποίηση του
λούπινου θα ήταν ευκταία και θα βοηθούσε τα μέγιστα την χώρα μας. Η
προσπάθεια δε αναπτύξεως της αποδόσεως της καλλιέργειας του λούπινου θα
ήταν ένα σοβαρό κίνητρο για τον παραγωγό ανεξαρτήτως των αλκαλοειδών που
εμπεριέχει και θα έδινε και ώθηση στη βιομηχανία μας. Να λάβετε
υπόψη σας ότι επί της αποδόσεως του λούπινου δεν ξέρουμε πολλά πράγματα.
Ενδέχεται μία άλλου είδους καλλιέργεια να αποδώσει πολλά περισσότερα.
Για αυτό και πρέπει να γίνουν επισταμένες έρευνες. Κάνω έκκληση στην
Ανωτάτη Γεωπονική να ασχοληθεί με το θέμα. Επίσης αυτό το οποίο αυτήν
την στιγμή δεν ξέρω είναι ποια είναι η περιεκτικότης των πρωτεϊνών στα
φύλλα και στον κορμό, ώστε να χρησιμοποιηθεί και αυτό ως ζωοτροφή, καθώς
και εάν τα αλκαλοειδή αυτά εμπεριέχονται και στο υπόλοιπο φυτό εκτός
από τον καρπό."
***
Σημειώσεις:
Σημείωση (1) (δική μας):
Εδώ σημειώνουμε κάποια στοιχεία σχετικά με το Λούπινο, ώστε να
γνωρίσουμε πληρέστερα αυτό το φυτό. Η καλλιέργεια του Λούπινου είναι
γνωστή από αρχαιότατων χρόνων. Καλλιεργήθηκε σαν όσπριο πάνω από 3.000 χρόνια στην Λεκάνη της
Μεσογείου. Αναφέρεται από τον Θεόφραστο και άλλους αρχαίους συγγραφείς
ως Θέρμος ή άγιος Θέρμος και είχε υπογραμμίσει την ικανότητα του
Λούπινου να φυτρώνει σε φτωχά εδάφη καθώς και στην ωφελιμότητά του στην
βελτίωση του εδάφους.
Καλλιεργούνται για τα σπέρματά τους και για χλωρή λίπανση ιδίως στα
ελαφρά μη ασβεστούχα εδάφη καθώς και για τροφή ζώων. Επίσης για
καλλωπιστικό. Στη χώρα μας η οποία θεωρείται ως φυσικό τους περιβάλλον
τείνουν να εξαφανιστούν. Καλλιεργούνται ελάχιστα στην Πελλοπόνησο και
Κρήτη.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ελπίδες ότι τα προσεχή χρόνια τα Λούπινα θα
πάρουν σημαντική θέση μεταξύ εκείνων των εγχώριων πηγών πρωτεϊνών οι
οποίες μπορούν να υποκαταστήσουν την εισαγόμενη σόγια (περιεκτικότητα
σε πρωτεΐνη 40% περισσότερη από τη σόγια).
Σημείωση (2) του Σ. Σοφιανόπουλου:
Είναι πολύ σκληρός αυτός ο χαρακτηρισμός αλλά αυτή είναι η
πραγματικότης, διότι αν κάποιος ήθελε να παραγάγει μαλλί στην Ελλάδα,
δεν υπάρχει ούτε ένα πρόβατο μερινός ή αίγα μοχαίρ στην Ελλάδα, γιατί το
κράτος δεν έχει φροντίσει να εισαγάγει κανένα. Έτσι και στην περίπτωση
της σόγιας, το Υπουργείο Γεωργίας δεν έχει φροντίσει να αγοράσει σπόρο, παρόλο που το κλίμα της Ελλάδας είναι ιδανικό. Ούτε
έχει γίνει ποτέ επιστημονική έρευνα για τον αγριοβούβαλο της
Μακεδονίας, ώστε να γίνει ένα μεικτό ζώο από τον αγριοβούβαλο της
Μακεδονίας και το κοινό μοσχάρι, όπως έγινε στην Αμερική με το μπούφαλο. Και άλλα πολλά, τα οποία ξεφεύγουν της παρούσης.
Σημείωση (3) του Σ.Σοφιανόπουλου: Όπως συνέβη και σε εμένα. Ενώ είχαμε πάρει θετικές απαντήσεις για εργοστάσιο ψαραλεύρων
(από τις σαρδέλλες του Εύξεινου Πόντου) στην περιοχή της Καβάλλας, το
Υπουργείο Γεωργίας απάντησε ότι η περιοχή έχει κριθεί αναδασωτέα και
απέρριψε την αίτηση μας. Έχουν περάσει έκτοτε 30 χρόνια και δεν έχει φυτευθεί ούτε ένα δένδρο στην περιοχή που θα γινόταν το εργοστάσιο!
Σημείωση (4) (δική μας):
Ας δούμε εδώ κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με την καλλιέργεια
του Λούπινου. Στα ηµιορεινά και ορεινά η σπορά γίνεται νωρίς την άνοιξη,
ενώ στις περιοχές µε ήπιο χειµώνα το φθινόπωρο.
Το λούπινο σε φτωχά εδάφη αποδίδει καλύτερα από βίκο, µηδική ή µπιζέλι. Αναπτύσσεται σε χονδρής υφής καλοστραγγιζόµενα και όξινα έως ουδέτερα εδάφη. Τα ελαφρά κοκκινοχώµατα είναι τα καλύτερα. Τα ασβεστούχα εδάφη είναι ακατάλληλα. Η σπορά γίνεται µε σπαρτική µηχανή σε γραµµές που απέχουν 30-40 εκ. Επί των γραµµών οι σπόροι τοποθετούνται ανά 10-15 εκ. και σε βάθος 2-3 εκ.
Για παραγωγή καρπού χρειάζονται 6 έως 8 κιλά σπόρος το στρέµµα και για χλωρή νοµή ή χλωρή λίπανση 15-20 κιλά σπόρος το στρέµµα.
Οι σπόροι του λούπινου έχουν το χαρακτηριστικό ότι µπορεί να σπαρθούν και σε έδαφος που έχει αναξεσθεί ελαφρώς ή καθόλου, λόγω της ικανότητάς τους να προσλαµβάνουν υγρασία από την ατµόσφαιρα και να φυτρώνουν βυθίζοντας το ισχυρό ριζίδιο στο σκληρό έδαφος.
Τα λούπινα συγκοµίζονται για καρπό µε θεριστική µηχανή, όταν το µεγαλύτερο ποσοστό των λοβών αρχίζει να δείχνει σηµεία ωρίµανσης. Για παραγωγή χλωρής µάζας για νοµή η συγκοµιδή γίνεται κατά την άνθηση. Για παραγωγή σανού η κοπή των φυτών γίνεται στο τέλος της άνθησής τους. Σε πολύ καλές συνθήκες η απόδοση µπορεί να φθάσει έως και 500 κιλά καρπό το στρέµµα. (πληροφορίες από εδώ)
Σημείωση (5) (δική μας): Στροφή στα λούπινα για την κάλυψη των αναγκών σε ζωοτροφές προτείνουν επιστήμονες, που τα συνιστούν ακόμα και σε ανθρώπους, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε πρωτεΐνες.
Τη χρήση του λούπινου ως εναλλακτική καλλιέργεια στην Ελλάδα διερεύνησαν σε εργασία τους οι Σ.Λεοντόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Α.Φώσκολος και Κ.Πετρωτός, με επικεφαλής τον καθηγητή του Τμήματος Ζωικής Παραγωγής του ΤΕΙ Λάρισας Χρήστο Μακρίδη.
«Με την καλλιέργεια του λούπινου, που είναι αυτοφυές στη χώρα μας, μπορούμε να καλύψουμε, με μικρό κόστος, τις ανάγκες σε πρωτεΐνες που απαιτούνται στις ζωοτροφές και να περιορίσουμε τις εισαγωγές σόγιας που χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων» εξήγησε στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο κ. Μακρίδης. Παράλληλα, η εναλλακτική αυτή καλλιέργεια μπορεί να αξιοποιήσει όξινα εδάφη και να λειτουργήσει ως εδαφοβελτιωτικό εξαιτίας την αζωτοδέσμευσης.
«Χώρες της Ευρώπης όπως η Ιταλία και η Γερμανία έχουν μια αυξητική τάση στην καλλιέργεια του λούπινου και αναρωτιέμαι, γιατί όχι και η Ελλάδα που έχει το κατάλληλο περιβάλλον και μπορεί να αποτελέσει μια οικονομική λύση για τον πρωτογενή τομέα» ανέφερε ο κ.Μακρίδης διευκρινίζοντας ότι το φυτό δεν είναι απαιτητικό σε καλλιεργητικές φροντίδες, εισροές λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικά προϊόντα και - κυρίως - αξιοποιεί φτωχά και άγονα εδάφη.
Τα λούπινα, όπως λέει ο καθηγητής, από τους αρχαίους χρόνους καλλιεργούνταν για ποικιλία χρήσεων, όπως για τη βελτίωση των συστατικών του εδάφους, για τη βόσκηση των ζώων, την κατανάλωση από τους ανθρώπους και για διάφορες θεραπευτικές χρήσεις. Οι Ρωμαίοι αποπίκραιναν τα λούπινα σε αλμυρό νερό και τα πουλούσαν στους δρόμους, οι Ισπανοί στο «Νέο Κόσμο» παρατήρησαν ότι και οι λαοί των Άνδεων καλλιεργούσαν λούπινα και στην Ευρώπη, τα κίτρινα λούπινα, αναπτύχθηκαν ευρέως στα αμμώδη, όξινα εδάφη.
Το μόνο μειονέκτημα του λούπινου είναι η λουπινίνη (lupinine), η οποία μπορεί να προκαλέσει στα βόσκοντα ζώα τη λουπίνωση, που εκδηλώνεται με συμπτώματα διάρροιας, γενικής καταπτώσης και ίκτερο. Η λουπινίνη βρίσκεται στα φύλλα, στον κορμό, στους σπόρους και στις ρίζες και περιορίζει την χρήση του λούπινου στη διατροφή των ζώων και του ανθρώπου.
«Οι καινούργιες όμως ποικιλίες περιέχουν μειωμένες συγκεντρώσεις της λουπινίνης, καθώς με γενετικές βελτιώσεις επιτυγχάνεται η μείωσή της σε ελάχιστα ποσοστά» εξήγησε ο κ.Μακρίδης. Όσον αφορά την χρήση των καρπών στην ανθρώπινη διατροφή, επειδή βγάζουν μια πικράδα, συνηθίζεται να ακολουθούνται διάφοροι τρόποι «ξεπικρίσματος», όπως στα κουκιά.
«Πάντως, στην Ελλάδα, τα καταναλώνουν ακόμα, σε διάφορες περιοχές όπως στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη Λακωνία λόγω της καλής διατροφικής ποιότητας, αφού πρόκειται για καρπούς πλούσιους σε πρωτεΐνη» τόνισε ο κ. Μακρίδης συμπληρώνοντας ότι βοηθούν και στην ανάπτυξη προϊόντων, όπως τα ζυμαρικά, τα πατατάκια, το ψωμί, τα μπισκότα και το κέικ.
Η πτωτική πορεία της καλλιέργειας του λούπινου άρχισε στη χώρα μας τη δεκαετία του ΄70 αλλά τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνει ο καθηγητής, παρατηρείται μια μικρή αύξηση στην καλλιέργεια και στην παραγωγή.
«Είναι μια καλή λύση για τον περιορισμό των εισαγωγών σόγιας, για την αξιοποίηση των όξινων εδαφών αλλά και για την κάλυψη των διατροφικών μας αναγκών» καταλήγει προτείνοντας την επαναφορά του λούπινου στα τραπέζια μας. Άλλωστε, οι φυτικές ίνες που περιέχει ο πυρήνας των γλυκών λούπινων, αντιπροσωπεύουν το 40% του βάρους του, αποτελώντας το υψηλότερο επίπεδο από τα άλλα όσπρια.(πληροφορίες από εδώ)
Επιμέλεια: Ξενοφών Οικονομικός (29.9.2014) ©
Το λούπινο σε φτωχά εδάφη αποδίδει καλύτερα από βίκο, µηδική ή µπιζέλι. Αναπτύσσεται σε χονδρής υφής καλοστραγγιζόµενα και όξινα έως ουδέτερα εδάφη. Τα ελαφρά κοκκινοχώµατα είναι τα καλύτερα. Τα ασβεστούχα εδάφη είναι ακατάλληλα. Η σπορά γίνεται µε σπαρτική µηχανή σε γραµµές που απέχουν 30-40 εκ. Επί των γραµµών οι σπόροι τοποθετούνται ανά 10-15 εκ. και σε βάθος 2-3 εκ.
Για παραγωγή καρπού χρειάζονται 6 έως 8 κιλά σπόρος το στρέµµα και για χλωρή νοµή ή χλωρή λίπανση 15-20 κιλά σπόρος το στρέµµα.
Οι σπόροι του λούπινου έχουν το χαρακτηριστικό ότι µπορεί να σπαρθούν και σε έδαφος που έχει αναξεσθεί ελαφρώς ή καθόλου, λόγω της ικανότητάς τους να προσλαµβάνουν υγρασία από την ατµόσφαιρα και να φυτρώνουν βυθίζοντας το ισχυρό ριζίδιο στο σκληρό έδαφος.
Τα λούπινα συγκοµίζονται για καρπό µε θεριστική µηχανή, όταν το µεγαλύτερο ποσοστό των λοβών αρχίζει να δείχνει σηµεία ωρίµανσης. Για παραγωγή χλωρής µάζας για νοµή η συγκοµιδή γίνεται κατά την άνθηση. Για παραγωγή σανού η κοπή των φυτών γίνεται στο τέλος της άνθησής τους. Σε πολύ καλές συνθήκες η απόδοση µπορεί να φθάσει έως και 500 κιλά καρπό το στρέµµα. (πληροφορίες από εδώ)
Σημείωση (5) (δική μας): Στροφή στα λούπινα για την κάλυψη των αναγκών σε ζωοτροφές προτείνουν επιστήμονες, που τα συνιστούν ακόμα και σε ανθρώπους, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε πρωτεΐνες.
Τη χρήση του λούπινου ως εναλλακτική καλλιέργεια στην Ελλάδα διερεύνησαν σε εργασία τους οι Σ.Λεοντόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Α.Φώσκολος και Κ.Πετρωτός, με επικεφαλής τον καθηγητή του Τμήματος Ζωικής Παραγωγής του ΤΕΙ Λάρισας Χρήστο Μακρίδη.
«Με την καλλιέργεια του λούπινου, που είναι αυτοφυές στη χώρα μας, μπορούμε να καλύψουμε, με μικρό κόστος, τις ανάγκες σε πρωτεΐνες που απαιτούνται στις ζωοτροφές και να περιορίσουμε τις εισαγωγές σόγιας που χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων» εξήγησε στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο κ. Μακρίδης. Παράλληλα, η εναλλακτική αυτή καλλιέργεια μπορεί να αξιοποιήσει όξινα εδάφη και να λειτουργήσει ως εδαφοβελτιωτικό εξαιτίας την αζωτοδέσμευσης.
«Χώρες της Ευρώπης όπως η Ιταλία και η Γερμανία έχουν μια αυξητική τάση στην καλλιέργεια του λούπινου και αναρωτιέμαι, γιατί όχι και η Ελλάδα που έχει το κατάλληλο περιβάλλον και μπορεί να αποτελέσει μια οικονομική λύση για τον πρωτογενή τομέα» ανέφερε ο κ.Μακρίδης διευκρινίζοντας ότι το φυτό δεν είναι απαιτητικό σε καλλιεργητικές φροντίδες, εισροές λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικά προϊόντα και - κυρίως - αξιοποιεί φτωχά και άγονα εδάφη.
Τα λούπινα, όπως λέει ο καθηγητής, από τους αρχαίους χρόνους καλλιεργούνταν για ποικιλία χρήσεων, όπως για τη βελτίωση των συστατικών του εδάφους, για τη βόσκηση των ζώων, την κατανάλωση από τους ανθρώπους και για διάφορες θεραπευτικές χρήσεις. Οι Ρωμαίοι αποπίκραιναν τα λούπινα σε αλμυρό νερό και τα πουλούσαν στους δρόμους, οι Ισπανοί στο «Νέο Κόσμο» παρατήρησαν ότι και οι λαοί των Άνδεων καλλιεργούσαν λούπινα και στην Ευρώπη, τα κίτρινα λούπινα, αναπτύχθηκαν ευρέως στα αμμώδη, όξινα εδάφη.
Το μόνο μειονέκτημα του λούπινου είναι η λουπινίνη (lupinine), η οποία μπορεί να προκαλέσει στα βόσκοντα ζώα τη λουπίνωση, που εκδηλώνεται με συμπτώματα διάρροιας, γενικής καταπτώσης και ίκτερο. Η λουπινίνη βρίσκεται στα φύλλα, στον κορμό, στους σπόρους και στις ρίζες και περιορίζει την χρήση του λούπινου στη διατροφή των ζώων και του ανθρώπου.
«Οι καινούργιες όμως ποικιλίες περιέχουν μειωμένες συγκεντρώσεις της λουπινίνης, καθώς με γενετικές βελτιώσεις επιτυγχάνεται η μείωσή της σε ελάχιστα ποσοστά» εξήγησε ο κ.Μακρίδης. Όσον αφορά την χρήση των καρπών στην ανθρώπινη διατροφή, επειδή βγάζουν μια πικράδα, συνηθίζεται να ακολουθούνται διάφοροι τρόποι «ξεπικρίσματος», όπως στα κουκιά.
«Πάντως, στην Ελλάδα, τα καταναλώνουν ακόμα, σε διάφορες περιοχές όπως στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη Λακωνία λόγω της καλής διατροφικής ποιότητας, αφού πρόκειται για καρπούς πλούσιους σε πρωτεΐνη» τόνισε ο κ. Μακρίδης συμπληρώνοντας ότι βοηθούν και στην ανάπτυξη προϊόντων, όπως τα ζυμαρικά, τα πατατάκια, το ψωμί, τα μπισκότα και το κέικ.
Η πτωτική πορεία της καλλιέργειας του λούπινου άρχισε στη χώρα μας τη δεκαετία του ΄70 αλλά τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνει ο καθηγητής, παρατηρείται μια μικρή αύξηση στην καλλιέργεια και στην παραγωγή.
«Είναι μια καλή λύση για τον περιορισμό των εισαγωγών σόγιας, για την αξιοποίηση των όξινων εδαφών αλλά και για την κάλυψη των διατροφικών μας αναγκών» καταλήγει προτείνοντας την επαναφορά του λούπινου στα τραπέζια μας. Άλλωστε, οι φυτικές ίνες που περιέχει ο πυρήνας των γλυκών λούπινων, αντιπροσωπεύουν το 40% του βάρους του, αποτελώντας το υψηλότερο επίπεδο από τα άλλα όσπρια.(πληροφορίες από εδώ)
Επιμέλεια: Ξενοφών Οικονομικός (29.9.2014) ©
copyright 4481/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αγαπητοί αναγνώστες σημειώνουμε πως:
-ό,τι υπάρχει σε αυτό το blog είναι αποτέλεσμα μελέτης και έρευνας τόσο των έργων του Σωτήρη Σοφιανόπουλου όσο και άλλων επιστημόνων οι οποίοι αναφέρονται όπως και οι αντίστοιχες πηγές και βιβλιογραφία.
Ως εκ τούτου τα άρθρα μας αποτελούν πνευματικό κόπο της ομάδας μας ή μεμονωμένου συναδέλφου μας που τα συντάσσει.
Το δικαίωμα χρήσης και αναδημοσίευσης του υλικού από το blog μας καθορίζεται από τον αντίστοιχο νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας Ν. 4481/2017 σε συνέχεια του Ν. 2121/1993.
-Επιτρέπεται η αναδημοσίευση άρθρου μας υπό την αυστηρή προϋπόθεση επισύναψης της πηγής μέσω ενεργού συνδέσμου και αναφοράς του blog και του ονόματος του συγγραφέως του άρθρου.
-Σχόλια θα εγκρίνονται όταν είναι σχετικά με το θέμα, εννοείται ό,τι δεν περιέχουν προσβλητικούς ή απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και δεν περιέχουν συνδέσμους αμφιβόλου αξιοπιστίας.
-Όταν αποστέλλετε κείμενα μέσω σχολίων ή e-mail και δεν είναι δικά σας παρακαλείσθε να αναγράφετε την πηγή τους.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία σας.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.